ἐφίλησεν

ἐφίλησεν
φιλέω
love
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσφυής — ές, ΝΜΑ [προσφύω] 1. ο φύσει συνενωμένος, δηλ. προσαρμοσμένος, σε κάτι («ὄνυχες προσφυεῑς τῇ σαρκί», Αδάμ.) 2. αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος («τοῑς πράγμασι προσφυὴς λέξις», Διον. Αλ.) αρχ. 1. προσκολλημένος σε κάτι 2. αχώριστος από κάποιον 3.… …   Dictionary of Greek

  • συμπιέζω — ΝΜΑ 1. πιέζω δυνατά, συνθλίβω 2. (κυρίως το παθ.) συμπιέζομαι ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ κοιλία συμπιέζεται ταῑς πλευραῑς», Αριστοτ.) αρχ. 1. κλείνω σφιχτά («ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”